Ετυμολογία

επεξεργασία
decentralization < de- + centralization ή decentralize + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

decentralization (en)

  • (μη μετρήσιμο, ενικός) η αποκέντρωση
    ⮡  The institution of measures for the decentralization of the industry.
    Η θέσπιση μέτρων για την αποκέντρωση της βιομηχανίας.