Ουσιαστικό

επεξεργασία

debris (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα ερείπια, τα συντρίμμια, τα κομμάτια ξύλου, μετάλλου, οικοδομικών υλικών κτλ. που μένουν αφού κάτι έχει καταστραφεί
    ⮡  They are searching through the debris after the earthquake.
    Ψάχνουν μέσα στα ερείπια ύστερα από τον σεισμό.
    ⮡  Clearance of debris from the road took many hours.
    Το καθάρισμα των συντριμμιών από τον δρόμο κράτησε πολλές ώρες.