Ετυμολογία

επεξεργασία
dayanışma < dayan (βασίζομαι, στηρίζομαι) + -ış (επίθημα αμοιβαίας κατασκευής, ο ένας στον άλλον) + -ma (-ση)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɑjɑnɯʃˈmɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: da‐ya‐nış‐ma

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dayanışma (tr)