dating
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdating (en)
- το να βγαίνει κανείς ραντεβού
- η χρονολόγηση (ο προσδιορισμός της χρονολογίας που έγινε ή κατασκευάστηκε κάτι)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαdating (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του date