Ουσιαστικό

επεξεργασία

dating (en)

  1. το να βγαίνει κανείς ραντεβού
  2. η χρονολόγηση (ο προσδιορισμός της χρονολογίας που έγινε ή κατασκευάστηκε κάτι)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

dating (en)