daren't
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
- (αρνητικό modal verb, βρετανικό) αρντική μορφή του dare
Πηγές
επεξεργασία
- daren't - Cambridge Dictionary online