damassure
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- damassure < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
damassure | damassures |
damassure (fr) θηλυκό
- η εργασία, η όψη της δαμάσκησης
ενικός | πληθυντικός |
damassure | damassures |
damassure (fr) θηλυκό