damasquinage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- damasquinage < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
damasquinage | damasquinages |
damasquinage (fr) αρσενικό
- η τεχνική της δαμασκήνωσης
- έργο που μοιάζει με δαμασκήνωση