Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

damasquinage < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /;;;/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
damasquinage damasquinages

damasquinage (fr) αρσενικό

  1. η τεχνική της δαμασκήνωσης
  2. έργο που μοιάζει με δαμασκήνωση