Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
damaĝi
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ρήμα
damaĝi
χρόνος
μορφή
ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας
damaĝas
damaĝanta
damaĝata
αόριστος
damaĝis
damaĝinta
damaĝita
μέλλοντας
damaĝos
damaĝonta
damaĝota
υποθετική
damaĝus
-
-
προστακτική
damaĝu
-
-
damaĝi
(eo)
βλάπτω
, προκαλώ
ζημιά