Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα damaĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας damaĝas damaĝanta damaĝata
αόριστος damaĝis damaĝinta damaĝita
μέλλοντας damaĝos damaĝonta damaĝota
υποθετική damaĝus - -
προστακτική damaĝu - -

damaĝi (eo)