d’arrache-pied
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρηματική έκφραση επεξεργασία
d’arrache-pied (fr)
- ασταμάτητα, κάνοντας έντονη και μακρόχρονη προσπάθεια
Άλλες γραφές επεξεργασία
- (ορθογραφία του 1990) d'arrachepied
d’arrache-pied (fr)