Ετυμολογία

επεξεργασία
d'arrachepied < arracher + pied

  Ρηματική έκφραση

επεξεργασία

d'arrachepied (fr)

  • ασταμάτητα, κάνοντας έντονη και μακρόχρονη προσπάθεια

Άλλες γραφές

επεξεργασία