dévissage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dévissage < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dévissage | dévissages |
dévissage (fr) αρσενικό
- το ξεβίδωμα
ενικός | πληθυντικός |
dévissage | dévissages |
dévissage (fr) αρσενικό