détraquement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
détraquement | détraquements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdétraquement (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη détraquer
ενικός | πληθυντικός |
détraquement | détraquements |
détraquement (fr) αρσενικό