Ετυμολογία

επεξεργασία
désolation < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désolation désolations

désolation (fr) θηλυκό