déshellénisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
déshellénisation | déshellénisations |
déshellénisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
déshellénisation | déshellénisations |
déshellénisation (fr) θηλυκό