Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.za.sɑ̃.blaʒ/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
désassemblage < désassembler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.za.s̃ɑ.blaʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désassemblage désassemblages

désassemblage (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία