Ετυμολογία

επεξεργασία
dérougir < dé- + rougir

dérougir (fr)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ça ne dérougit pas !: η δουλειά δεν σταματάει, δεν λιγοστεύει (λέγεται σε περίοδο αιχμής)

Αντώνυμα

επεξεργασία