dérougir
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
dérougir (fr)
- (για άνθρωπο, πράγμα, μέρος του σώματος...) χάνω το κατακόκκινο χρώμα μου
Εκφράσεις επεξεργασία
- ça ne dérougit pas !: η δουλειά δεν σταματάει, δεν λιγοστεύει (λέγεται σε περίοδο αιχμής)