Ετυμολογία

επεξεργασία
dérobement < se dérober

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dérobement dérobements

dérobement (fr) αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) η κατάδυση ενός υποβρυχίου
  2. η αίσθηση ότι δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου