dérobement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dérobement < se dérober
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dérobement | dérobements |
dérobement (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η κατάδυση ενός υποβρυχίου
- η αίσθηση ότι δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου