Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.nɔ̃.sja.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dénonciation dénonciations

dénonciation (fr) θηλυκό