démodulation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- démodulation < dé- + modulation
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
démodulation | démodulations |
démodulation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
démodulation | démodulations |
démodulation (fr) θηλυκό