déménagement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
déménagement | déménagements |
déménagement (fr) αρσενικό
- η μετακόμιση (όταν φεύγει κάποιος από κάπου)
ενικός | πληθυντικός |
déménagement | déménagements |
déménagement (fr) αρσενικό