délation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.la.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
délation | délations |
délation (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- η κατάδοση
ενικός | πληθυντικός |
délation | délations |
délation (fr) αρσενικό ή θηλυκό