décryptement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
décryptement | décryptements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdécryptement (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη décrypter
ενικός | πληθυντικός |
décryptement | décryptements |
décryptement (fr) αρσενικό