décibel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
décibel | décibels |
décibel (fr) αρσενικό
- το ντεσιμπέλ
- Σύμβολο: db
Δείτε επίσης : decibel |
ενικός | πληθυντικός |
décibel | décibels |
décibel (fr) αρσενικό