Δείτε επίσης: decibel

  Ετυμολογία

επεξεργασία
décibel < déci- + bel

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.si.bɛl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décibel décibels

décibel (fr) αρσενικό

Σύμβολο: db