Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.sɑ̃.tʁa.li.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décentralisation décentralisations

décentralisation (fr) θηλυκό