décapitation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
décapitation | décapitations |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
décapitation (fr) θηλυκό
- ο αποκεφαλισμός, η καρατόμηση
ενικός | πληθυντικός |
décapitation | décapitations |
décapitation (fr) θηλυκό