Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ka.le/

décaler (fr)

  1. (σπάνιο) βγάζω τα υποστηρίγματα από κάτι
  2. μεταθέτω ελαφρά κάτι από την κανονική του θέση, μετατοπίζω

Δείτε επίσης

επεξεργασία