Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ba.jɔ.ne/

débâillonner (fr)

  1. ξεφιμώνω
     συνώνυμα: bâillonner
  2. (μεταφορικά) δίνω την ελευθερία λόγου σε κάποιον
     συνώνυμα: museler