Wikipedia: cutting agent

Αγγλικά (en) επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cutting agent cutting agents

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cutting agent (en)

  • χημικό νόθευσης ή απεμπλουτισμού/αραίωσης άλλου ακριβότερου ναρκωτικού

Συνώνυμα επεξεργασία

  • αργκό, λαϊκότροπο: buff