cutting agent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cutting agent | cutting agents |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cutting agent (en)
- χημικό νόθευσης ή απεμπλουτισμού/αραίωσης άλλου ακριβότερου ναρκωτικού
Συνώνυμα επεξεργασία
- αργκό, λαϊκότροπο: buff