Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Έκφραση επεξεργασία

cut a tooth (en)

  1. (κυριολεκτικά) μου ξεφύτρωσε-φύτρωσε-ξεπετάχτηκε δόντι
  2. (μεταφορικά) πρωτοασκούμαι, αποκτώ πρωταρχική εμπειρία σε τομέα

Δείτε επίσης επεξεργασία