Ετυμολογία

επεξεργασία
cul-de-poule < cul + de + poule

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
cul-de-poule culs-de-poule

cul-de-poule (fr) αρσενικό

  • μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο χτυπιούνται τα αυγά ή αναμειγνύονται διάφορα υλικά για να γίνει ένα γλυκό