Ουσιαστικό

επεξεργασία

crucifixion (en)

  1. η σταύρωση

Συγγενικά

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crucifixion crucifixions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

crucifixion (fr) θηλυκό