creditworthiness
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- creditworthiness < creditworthy + -ness
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcreditworthiness (en) (μη μετρήσιμο)
- (οικονομία) η πιστοληπτική ικανότητα
- ⮡ Fitch downgraded Great Britain’s creditworthiness rating to “AA+” from “AAA”.
- Η Fitch υποβάθμισε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Μ. Βρετανίας σε "ΑΑσυν" από "ΑΑΑ".
- ⮡ Fitch downgraded Great Britain’s creditworthiness rating to “AA+” from “AAA”.