Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

crater < λατινική crater < αρχαία ελληνική κρατήρ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

crater (en)

  1. (γεωγραφία) κρατήρας (ηφαιστείου, μετεωρίτη, μετά από έκρηξη βόμβας κλπ)
  2. (αρχαιολογία, κεραμική) κρατήρας (το αρχαίο αγγείο)