craquelin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- craquelin < μέση ολλανδική crakeline
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
craquelin | craquelins |
craquelin (fr) αρσενικό
- σκληρό μπισκότο που σπάει μόλις το δαγκώσουμε
ενικός | πληθυντικός |
craquelin | craquelins |
craquelin (fr) αρσενικό