Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

crackdown (en)

  • a crackdown on (something) - δυναμικά, ενεργητικά μέτρα σχετικά με (κάτι/μια υπόθεση), κρατικά επιβεβλημένη καταστολή