Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔs.mɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cosmologique cosmologiques

cosmologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό