Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔs.mɔ.ɡʁa.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cosmographique cosmographiques

cosmographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό