Ουσιαστικό

επεξεργασία

corrosion (en)


  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
corrosion corrosions

corrosion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία