Επίθετο

επεξεργασία

convertible (en)

  1. μετατρέψιμος, που έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται για να εξυπηρετεί πολλαπλές ανάγκες
  2. (για αυτοκίνητα) με πτυσσόμενη οροφή



      ενικός         πληθυντικός  
convertible convertibles

  Επίθετο

επεξεργασία

convertible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μετατρέψιμος

Συγγενικά

επεξεργασία