convertible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαconvertible (en)
- μετατρέψιμος, που έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται για να εξυπηρετεί πολλαπλές ανάγκες
- (για αυτοκίνητα) με πτυσσόμενη οροφή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
convertible | convertibles |
Επίθετο
επεξεργασίαconvertible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη convertir