contresignature
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
contresignature | contresignatures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcontresignature (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη contresigner
ενικός | πληθυντικός |
contresignature | contresignatures |
contresignature (fr) θηλυκό