contreplaqué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁə.pla.ke/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
contreplaqué | contreplaqués |
contreplaqué (fr) αρσενικό
- το κοντραπλακέ
ενικός | πληθυντικός |
contreplaqué | contreplaqués |
contreplaqué (fr) αρσενικό