consternation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
consternation | consternations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconsternation (fr) θηλυκό
- η απόγνωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη consterner
ενικός | πληθυντικός |
consternation | consternations |
consternation (fr) θηλυκό