conspiratoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
conspiratoire | conspiratoires |
Επίθετο
επεξεργασίαconspiratoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- συνωμοτικός, σχετικός με μια συνωμοσία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη conspirer
ενικός | πληθυντικός |
conspiratoire | conspiratoires |
conspiratoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό