consolation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconsolation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
consolation | consolations |
consolation (fr) θηλυκό
consolation (en)
ενικός | πληθυντικός |
consolation | consolations |
consolation (fr) θηλυκό