Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

conquérante, θηλυκό του conquérant

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
conquérante conquérantes

conquérante (fr) θηλυκό

  1. η κατακτήτρια

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
conquérante conquérantes

conquérante (fr) θηλυκό

  1. κατακτητική