ενικός         πληθυντικός  
concombre concombres

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

concombre (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) η αγγουριά
  2. (λαχανικό) το αγγούρι