concave
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαconcave (en)
Αντώνυμα
επεξεργασία- κυρτός: convex
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
concave | concaves |
Επίθετο
επεξεργασίαconcave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
concave (en)
ενικός | πληθυντικός |
concave | concaves |
concave (fr) αρσενικό ή θηλυκό