Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
collimator collimators

  Ουσιαστικό επεξεργασία

collimator (en)

  • (φυσική) παραλληλιστής/ευθυγραμμιστής ακτινοβολίας