Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία en επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˈkɒlɪmeɪt/

  Ρήμα επεξεργασία

  • παραλληλίζω τροχιά, ευθυγραμμίζω ακτινοβολία, συγκεντρώνω ακτίνα
    • παραλληλίζω την τροχιά σωματιδίου (πχ. σε επιταχυντή ή σε μικροσκόπιο, τηλεσκόπιο κτλ.)