cohort
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcohort (en)
- ομάδα ανθρώπων με (κάποια) κοινά χαρακτηριστικά
- στατιστική υποομάδα, στατιστική ομάδα προς μελέτη
- φιλική παρέα, συντροφιά
- μονάδα ρωμαϊκού στρατού αποτελούμενη από έξι εκατονταρχίες, ίση με το ένα δέκατο της λεγεώνας